Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱμάς
ἱμάσσω
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοκάπηλος
ἱμάτιον
ἱματιοφυλακέω
ἱματισμός
ἱμείρω
ἱμερόεις
ἱμεροθαλής
ἵμερος
ἱμερόφωνος
ἱμερτός
ἱμονιά
ἱμονιοστρόφος
ἵνα
ἰνδάλλομαι
ἴνδαλμα
Ἰνδικός
Ἰνδολέτης
View word page
ἱμεροθαλής
ἱμεροθαλής ἱμερο-θᾱλής, ές θάλλω sweetly blooming, Anth. Doric for ἱμεροθηλής,

ShortDef

sweetly blooming

Debugging

Headword:
ἱμεροθαλής
Headword (normalized):
ἱμεροθαλής
Headword (normalized/stripped):
ιμεροθαλης
IDX:
15841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15855
Key:
i(meroqalh/s

Data

{'content': 'ἱμεροθαλής\n ἱμερο-θᾱλής, ές\n θάλλω\n sweetly blooming, Anth.\n Doric for ἱμεροθηλής,', 'key': 'i(meroqalh/s'}