Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱμάντινος
ἱμαντοπέδη
ἱμάσθλη
ἱμάς
ἱμάσσω
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοκάπηλος
ἱμάτιον
ἱματιοφυλακέω
ἱματισμός
ἱμείρω
ἱμερόεις
ἱμεροθαλής
ἵμερος
ἱμερόφωνος
ἱμερτός
ἱμονιά
ἱμονιοστρόφος
ἵνα
ἰνδάλλομαι
View word page
ἱματισμός
ἱματισμός ἱμᾰτισμός, ὁ, ἱματίζω clothing, apparel, Theophr.

ShortDef

clothing, apparel

Debugging

Headword:
ἱματισμός
Headword (normalized):
ἱματισμός
Headword (normalized/stripped):
ιματισμος
IDX:
15838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15852
Key:
i(matismo/s

Data

{'content': 'ἱματισμός\n ἱμᾰτισμός, ὁ,\n ἱματίζω\n clothing, apparel, Theophr.', 'key': 'i(matismo/s'}