Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰλύς
ἱμάντινος
ἱμαντοπέδη
ἱμάσθλη
ἱμάς
ἱμάσσω
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοκάπηλος
ἱμάτιον
ἱματιοφυλακέω
ἱματισμός
ἱμείρω
ἱμερόεις
ἱμεροθαλής
ἵμερος
ἱμερόφωνος
ἱμερτός
ἱμονιά
ἱμονιοστρόφος
ἵνα
View word page
ἱματιοφυλακέω
ἱματιοφυλακέω ἱμᾰτιο-φῠλᾰκέω, φύλαξ to take care of clothes, Luc.
ShortDef
to take care of clothes
Debugging
Headword:
ἱματιοφυλακέω
Headword (normalized):
ἱματιοφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
ιματιοφυλακεω
IDX:
15837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15851
Key:
i(matiofulake/w
Data
{'content': 'ἱματιοφυλακέω\n ἱμᾰτιο-φῠλᾰκέω,\n φύλαξ\n to take care of clothes, Luc.', 'key': 'i(matiofulake/w'}