Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰλλάς
ἰλυόεις
ἰλύς
ἱμάντινος
ἱμαντοπέδη
ἱμάσθλη
ἱμάς
ἱμάσσω
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοκάπηλος
ἱμάτιον
ἱματιοφυλακέω
ἱματισμός
ἱμείρω
ἱμερόεις
ἱμεροθαλής
ἵμερος
ἱμερόφωνος
ἱμερτός
ἱμονιά
View word page
ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκάπηλος ἱμᾰτιο-κάπηλος, ὁ, a clothes-seller, Luc. from ἱμάτιον

ShortDef

a clothes-seller

Debugging

Headword:
ἱματιοκάπηλος
Headword (normalized):
ἱματιοκάπηλος
Headword (normalized/stripped):
ιματιοκαπηλος
IDX:
15835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15849
Key:
i(matioka/phlos

Data

{'content': 'ἱματιοκάπηλος\n ἱμᾰτιο-κάπηλος, ὁ,\n a clothes-seller, Luc.\n from ἱμάτιον', 'key': 'i(matioka/phlos'}