ἱματιοκάπηλος
ἱματιοκάπηλος
ἱμᾰτιο-κάπηλος, ὁ,
a clothes-seller, Luc.
from ἱμάτιον
{
"content": "ἱματιοκάπηλος\n ἱμᾰτιο-κάπηλος, ὁ,\n a clothes-seller, Luc.\n from ἱμάτιον",
"key": "i(matioka/phlos"
}