Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἰλιόθεν
Ἰλιόθι
Ἰλιορραίστης
Ἴλιος
Ἴλιος
ἰλλάς
ἰλυόεις
ἰλύς
ἱμάντινος
ἱμαντοπέδη
ἱμάσθλη
ἱμάς
ἱμάσσω
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοκάπηλος
ἱμάτιον
ἱματιοφυλακέω
ἱματισμός
ἱμείρω
ἱμερόεις
View word page
ἱμάσθλη
ἱμάσθλη ἱμάσθλη (ῐ), ἡ, the thong of a whip, a whip, Hom.
ShortDef
the thong
Debugging
Headword:
ἱμάσθλη
Headword (normalized):
ἱμάσθλη
Headword (normalized/stripped):
ιμασθλη
IDX:
15830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15844
Key:
i(ma/sqlh
Data
{'content': 'ἱμάσθλη\n ἱμάσθλη (ῐ), ἡ,\n the thong of a whip, a whip, Hom.', 'key': 'i(ma/sqlh'}