Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἰλιάδαι
Ἰλιακός
Ἰλιάς
ἰλιγγιάω
ἴλιγγος
Ἰλιόθεν
Ἰλιόθι
Ἰλιορραίστης
Ἴλιος
Ἴλιος
ἰλλάς
ἰλυόεις
ἰλύς
ἱμάντινος
ἱμαντοπέδη
ἱμάσθλη
ἱμάς
ἱμάσσω
ἱματίδιον
ἱματίζω
ἱματιοκάπηλος
View word page
ἰλλάς
ἰλλάς ἰλλάς, άδος, ἴλλω, εἴλω a rope, band, Il.

ShortDef

a rope, band

Debugging

Headword:
ἰλλάς
Headword (normalized):
ἰλλάς
Headword (normalized/stripped):
ιλλας
IDX:
15825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15839
Key:
i)lla/s

Data

{'content': 'ἰλλάς\n ἰλλάς, άδος,\n ἴλλω, εἴλω\n a rope, band, Il.', 'key': 'i)lla/s'}