Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰκτῖνος
ἴκτις
ἵκτωρ
ἵκω
ἰλαδόν
ἱλάομαι
ἵλαος
ἱλαρός
ἱλαρότης
ἱλάσκομαι
ἱλασμός
ἱλαστήριος
ἱλήκω
ἵλημι
ἴλη
Ἰλιάδαι
Ἰλιακός
Ἰλιάς
ἰλιγγιάω
ἴλιγγος
Ἰλιόθεν
View word page
ἱλασμός
ἱλασμός ἱ_λασμός, ὁ, a means of appeasing, Plut.:— a propitiation, NTest.

ShortDef

a means of appeasing

Debugging

Headword:
ἱλασμός
Headword (normalized):
ἱλασμός
Headword (normalized/stripped):
ιλασμος
IDX:
15810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15824
Key:
i(lasmo/s

Data

{'content': 'ἱλασμός\n ἱ_λασμός, ὁ,\n a means of appeasing, Plut.:— a propitiation, NTest.', 'key': 'i(lasmo/s'}