Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱκτήρ
ἰκτίδεος
ἰκτῖνος
ἴκτις
ἵκτωρ
ἵκω
ἰλαδόν
ἱλάομαι
ἵλαος
ἱλαρός
ἱλαρότης
ἱλάσκομαι
ἱλασμός
ἱλαστήριος
ἱλήκω
ἵλημι
ἴλη
Ἰλιάδαι
Ἰλιακός
Ἰλιάς
ἰλιγγιάω
View word page
ἱλαρότης
ἱλαρότης from ἱλᾰρός (ῐ) ἱλᾰρότης, ητος, cheerfulness, Lat. hilaritas, Plut.
ShortDef
cheerfulness
Debugging
Headword:
ἱλαρότης
Headword (normalized):
ἱλαρότης
Headword (normalized/stripped):
ιλαροτης
IDX:
15808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15822
Key:
i(laro/ths
Data
{'content': 'ἱλαρότης\n from ἱλᾰρός (ῐ)\n ἱλᾰρότης, ητος,\n cheerfulness, Lat. hilaritas, Plut.', 'key': 'i(laro/ths'}