Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλογία
ἀλογιστία
ἀλόγιστος
ἄλογος
ἀλοητός
ἁλόθεν
ἀλοίδορος
ἀλοιητήρ
ἀλοιφή
ἀλοκίζω
ἄλοξ
Ἁλοσύδνη
ἁλότριψ
ἁλουργής
ἁλουργίς
ἀλουσία
ἄλουτος
ἄλοφος
ἄλοχος
ἄλπνιστος
ἅλσις
View word page
ἄλοξ
ἄλοξ = αὖλαξ a furrow: v. αὖλαξ.

ShortDef

a furrow

Debugging

Headword:
ἄλοξ
Headword (normalized):
ἄλοξ
Headword (normalized/stripped):
αλοξ
IDX:
1582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1582
Key:
a)/loc

Data

{'content': 'ἄλοξ\n = αὖλαξ\n a furrow: v. αὖλαξ.', 'key': 'a)/loc'}