Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱκετήσιος
ἱκέτης
ἱκέτις
ἰκμάς
ἴκμενος
ἱκνέομαι
ἴκρια
ἴκταρ
ἱκτήρ
ἰκτίδεος
ἰκτῖνος
ἴκτις
ἵκτωρ
ἵκω
ἰλαδόν
ἱλάομαι
ἵλαος
ἱλαρός
ἱλαρότης
ἱλάσκομαι
ἱλασμός
View word page
ἰκτῖνος
ἰκτῖνος ἰκτῖνος, ὁ, a kite, Hdt., Ar., Plat.

ShortDef

a kite
Ictinus

Debugging

Headword:
ἰκτῖνος
Headword (normalized):
ἰκτῖνος
Headword (normalized/stripped):
ικτινος
IDX:
15800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15814
Key:
i)kti=nos

Data

{'content': 'ἰκτῖνος\n ἰκτῖνος, ὁ,\n a kite, Hdt., Ar., Plat.', 'key': 'i)kti=nos'}