Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱκετήριος
ἱκετήσιος
ἱκέτης
ἱκέτις
ἰκμάς
ἴκμενος
ἱκνέομαι
ἴκρια
ἴκταρ
ἱκτήρ
ἰκτίδεος
ἰκτῖνος
ἴκτις
ἵκτωρ
ἵκω
ἰλαδόν
ἱλάομαι
ἵλαος
ἱλαρός
ἱλαρότης
ἱλάσκομαι
View word page
ἰκτίδεος
ἰκτίδεος ἰκτίδεος, α, ον ἰκτίς v. κτίδεος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἰκτίδεος
Headword (normalized):
ἰκτίδεος
Headword (normalized/stripped):
ικτιδεος
IDX:
15799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15813
Key:
i)kti/deos
Data
{'content': 'ἰκτίδεος\n ἰκτίδεος, α, ον\n ἰκτίς\n v. κτίδεος.', 'key': 'i)kti/deos'}