Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετεύω
ἱκετήριος
ἱκετήσιος
ἱκέτης
ἱκέτις
ἰκμάς
ἴκμενος
ἱκνέομαι
ἴκρια
ἴκταρ
ἱκτήρ
ἰκτίδεος
ἰκτῖνος
ἴκτις
ἵκτωρ
View word page
ἱκέτις
ἱκέτις ἱκέτις (ῐκ), ιδος fem. of ἱκέτης, Hdt., Soph., etc.
ShortDef
suppliant
Debugging
Headword:
ἱκέτις
Headword (normalized):
ἱκέτις
Headword (normalized/stripped):
ικετις
IDX:
15792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15806
Key:
i(ke/tis
Data
{'content': 'ἱκέτις\n ἱκέτις (ῐκ), ιδος\n fem. of ἱκέτης, Hdt., Soph., etc.', 'key': 'i(ke/tis'}