Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἰκάριος
ἴκελος
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετεύω
ἱκετήριος
ἱκετήσιος
ἱκέτης
ἱκέτις
ἰκμάς
ἴκμενος
ἱκνέομαι
ἴκρια
ἴκταρ
ἱκτήρ
ἰκτίδεος
ἰκτῖνος
View word page
ἱκετήσιος
ἱκετήσιος ἱκετήσιος (ῐ), η, ον epith. of Zeus, as tutelary god of suppliants, Od.

ShortDef

tutelary god of suppliants

Debugging

Headword:
ἱκετήσιος
Headword (normalized):
ἱκετήσιος
Headword (normalized/stripped):
ικετησιος
IDX:
15790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15804
Key:
i(keth/sios

Data

{'content': 'ἱκετήσιος\n ἱκετήσιος (ῐ), η, ον\n epith. of Zeus, as tutelary god of suppliants, Od.', 'key': 'i(keth/sios'}