Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱκάνω
Ἰκάριος
ἴκελος
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετεύω
ἱκετήριος
ἱκετήσιος
ἱκέτης
ἱκέτις
ἰκμάς
ἴκμενος
ἱκνέομαι
ἴκρια
ἴκταρ
ἱκτήρ
ἰκτίδεος
View word page
ἱκετήριος
ἱκετήριος ἱκέτης of or fit for suppliants, ἱκτ. θησαυρός, of hair offered to a god, Soph.; ἱκτήριοι ἱκέται, Soph. ἱκετηρία, Ionic -ίη, (sub. ῥάβδος) , an olive-branch which the suppliant held as a symbol of his condition, Hdt., Ar., etc.; so, κλάδοι ἱκτήριοι Soph.:—metaph., ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέθεν τὸ σῶμα τοὐμόν I attach my body to thy knees as a suppliant olive-branch, Eur.; so, νομίζετε τὸν παῖδα ἱκτηρίαν προκεῖσθαι Dem.

ShortDef

of a suppliant, fit for a suppliant

Debugging

Headword:
ἱκετήριος
Headword (normalized):
ἱκετήριος
Headword (normalized/stripped):
ικετηριος
IDX:
15789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15803
Key:
i(keth/rios

Data

{'content': 'ἱκετήριος\n ἱκέτης\n of or fit for suppliants, ἱκτ. θησαυρός, of hair offered to a god, Soph.; ἱκτήριοι ἱκέται, Soph.\n ἱκετηρία, Ionic -ίη, (sub. ῥάβδος) , an olive-branch which the suppliant held as a symbol of his condition, Hdt., Ar., etc.; so, κλάδοι ἱκτήριοι Soph.:—metaph., ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέθεν τὸ σῶμα τοὐμόν I attach my body to thy knees as a suppliant olive-branch, Eur.; so, νομίζετε τὸν παῖδα ἱκτηρίαν προκεῖσθαι Dem.', 'key': 'i(keth/rios'}