Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱκανός
ἱκανότης
ἱκανόω
ἱκάνω
Ἰκάριος
ἴκελος
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετεύω
ἱκετήριος
ἱκετήσιος
ἱκέτης
ἱκέτις
ἰκμάς
ἴκμενος
ἱκνέομαι
ἴκρια
View word page
ἱκέτευμα
ἱκέτευμα ἱκέτευμα (ῐ), ατος, τό, a mode of supplication, Thuc.

ShortDef

a mode of supplication

Debugging

Headword:
ἱκέτευμα
Headword (normalized):
ἱκέτευμα
Headword (normalized/stripped):
ικετευμα
IDX:
15786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15800
Key:
i(ke/teuma

Data

{'content': 'ἱκέτευμα\n ἱκέτευμα (ῐ), ατος, τό,\n a mode of supplication, Thuc.', 'key': 'i(ke/teuma'}