Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰθύω
ἱκανός
ἱκανότης
ἱκανόω
ἱκάνω
Ἰκάριος
ἴκελος
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετεύω
ἱκετήριος
ἱκετήσιος
ἱκέτης
ἱκέτις
ἰκμάς
ἴκμενος
ἱκνέομαι
View word page
ἱκετεία
ἱκετεία ἱκετεία (ῐ), ἡ, = ἱκεσία supplication, Thuc.; ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος to supplicate him, Thuc.

ShortDef

supplication

Debugging

Headword:
ἱκετεία
Headword (normalized):
ἱκετεία
Headword (normalized/stripped):
ικετεια
IDX:
15785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15799
Key:
i(ketei/a

Data

{'content': 'ἱκετεία\n ἱκετεία (ῐ), ἡ,\n = ἱκεσία\n supplication, Thuc.; ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος to supplicate him, Thuc.', 'key': 'i(ketei/a'}