Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰθύφαλλος
ἰθύω
ἱκανός
ἱκανότης
ἱκανόω
ἱκάνω
Ἰκάριος
ἴκελος
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετεύω
ἱκετήριος
ἱκετήσιος
ἱκέτης
ἱκέτις
ἰκμάς
ἴκμενος
View word page
ἱκέσιος
ἱκέσιος ἱκέσιος (ῐ), η, ον ἱκέτης = ἱκετήσιος, Trag. of or consisting of suppliants, Aesch. suppliant, of prayers, Soph., Eur.; of persons, Soph., Eur.
ShortDef
of or for suppliants
Debugging
Headword:
ἱκέσιος
Headword (normalized):
ἱκέσιος
Headword (normalized/stripped):
ικεσιος
IDX:
15784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15798
Key:
i(ke/sios
Data
{'content': 'ἱκέσιος\n ἱκέσιος (ῐ), η, ον\n ἱκέτης\n = ἱκετήσιος, Trag.\n of or consisting of suppliants, Aesch.\n suppliant, of prayers, Soph., Eur.; of persons, Soph., Eur.', 'key': 'i(ke/sios'}