Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰθυπόρος
ἰθυπτίων
ἰθύς
ἰθύς2
ἰθυτενής
ἰθύτονος
ἰθύφαλλος
ἰθύω
ἱκανός
ἱκανότης
ἱκανόω
ἱκάνω
Ἰκάριος
ἴκελος
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
ἱκετεύω
View word page
ἱκανόω
ἱκανόω ἱκᾰνόω, fut. -ώσω from ἱκανόω to make sufficient, qualify, NTest.

ShortDef

to make sufficient, qualify

Debugging

Headword:
ἱκανόω
Headword (normalized):
ἱκανόω
Headword (normalized/stripped):
ικανοω
IDX:
15778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15792
Key:
i(kano/w

Data

{'content': 'ἱκανόω\n ἱκᾰνόω,\n fut. -ώσω\n from ἱκανόω\n to make sufficient, qualify, NTest.', 'key': 'i(kano/w'}