Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰθύνω
ἰθυπόρος
ἰθυπτίων
ἰθύς
ἰθύς2
ἰθυτενής
ἰθύτονος
ἰθύφαλλος
ἰθύω
ἱκανός
ἱκανότης
ἱκανόω
ἱκάνω
Ἰκάριος
ἴκελος
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
ἱκετεία
ἱκέτευμα
ἱκετευτέος
View word page
ἱκανότης
ἱκανότης from ἱκᾰνός (ῐ) ἱκᾰνότης, ητος, sufficiency, fitness, Plat. a sufficiency, sufficient supply, Plat.

ShortDef

sufficiency, fitness

Debugging

Headword:
ἱκανότης
Headword (normalized):
ἱκανότης
Headword (normalized/stripped):
ικανοτης
IDX:
15777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15791
Key:
i(kano/ths

Data

{'content': 'ἱκανότης\n from ἱκᾰνός (ῐ)\n ἱκᾰνότης, ητος,\n sufficiency, fitness, Plat.\n a sufficiency, sufficient supply, Plat.', 'key': 'i(kano/ths'}