Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰθυμάχος
ἰθύντατα
ἰθυντήρ
ἰθύνω
ἰθυπόρος
ἰθυπτίων
ἰθύς
ἰθύς2
ἰθυτενής
ἰθύτονος
ἰθύφαλλος
ἰθύω
ἱκανός
ἱκανότης
ἱκανόω
ἱκάνω
Ἰκάριος
ἴκελος
ἰκελόω
ἱκεσία
ἱκέσιος
View word page
ἰθύφαλλος
ἰθύφαλλος ἰθύ-φαλλος, ὁ, the phallos carried in the festivals of Bacchus: metaph. a lewd fellow, Dem.
ShortDef
the phallos carried in the festivals of Bacchus
Debugging
Headword:
ἰθύφαλλος
Headword (normalized):
ἰθύφαλλος
Headword (normalized/stripped):
ιθυφαλλος
IDX:
15774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15788
Key:
i)qu/fallos
Data
{'content': 'ἰθύφαλλος\n ἰθύ-φαλλος, ὁ,\n the phallos carried in the festivals of Bacchus: metaph. a lewd fellow, Dem.', 'key': 'i)qu/fallos'}