Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰθύθριξ
ἰθυμαχία
ἰθυμάχος
ἰθύντατα
ἰθυντήρ
ἰθύνω
ἰθυπόρος
ἰθυπτίων
ἰθύς
ἰθύς2
ἰθυτενής
ἰθύτονος
ἰθύφαλλος
ἰθύω
ἱκανός
ἱκανότης
ἱκανόω
ἱκάνω
Ἰκάριος
ἴκελος
ἰκελόω
View word page
ἰθυτενής
ἰθυτενής ἰθῠ-τενής, ές τείνω stretched out, straight, Anth.: upright, perpendicular, Anth.
ShortDef
stretched out, straight
Debugging
Headword:
ἰθυτενής
Headword (normalized):
ἰθυτενής
Headword (normalized/stripped):
ιθυτενης
IDX:
15772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15786
Key:
i)qutenh/s
Data
{'content': 'ἰθυτενής\n ἰθῠ-τενής, ές\n τείνω\n stretched out, straight, Anth.: upright, perpendicular, Anth.', 'key': 'i)qutenh/s'}