Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἰθάκη
Ἰθακήσιος
ἴθμα
ἰθυδίκης
ἰθύδικος
ἰθυδρόμος
ἰθύθριξ
ἰθυμαχία
ἰθυμάχος
ἰθύντατα
ἰθυντήρ
ἰθύνω
ἰθυπόρος
ἰθυπτίων
ἰθύς
ἰθύς2
ἰθυτενής
ἰθύτονος
ἰθύφαλλος
ἰθύω
ἱκανός
View word page
ἰθυντήρ
ἰθυντήρ ἰ_θυντήρ, ῆρος, a guide, pilot, Anth. from ἰθύνω

ShortDef

a guide, pilot

Debugging

Headword:
ἰθυντήρ
Headword (normalized):
ἰθυντήρ
Headword (normalized/stripped):
ιθυντηρ
IDX:
15766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15780
Key:
i)qunth/r

Data

{'content': 'ἰθυντήρ\n ἰ_θυντήρ, ῆρος,\n a guide, pilot, Anth.\n from ἰθύνω', 'key': 'i)qunth/r'}