Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἰηπαιήων
ἰηπαιωνίζω
ἰή
Ἰησοῦς
ἰθαγενής
Ἰθάκηνδε
Ἰθάκη
Ἰθακήσιος
ἴθμα
ἰθυδίκης
ἰθύδικος
ἰθυδρόμος
ἰθύθριξ
ἰθυμαχία
ἰθυμάχος
ἰθύντατα
ἰθυντήρ
ἰθύνω
ἰθυπόρος
ἰθυπτίων
ἰθύς
View word page
ἰθύδικος
ἰθύδικος ἰθύ-δῐκος, ον = ἰ_θῠδίκης, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰθύδικος
Headword (normalized):
ἰθύδικος
Headword (normalized/stripped):
ιθυδικος
IDX:
15760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15774
Key:
i)qu/dikos

Data

{'content': 'ἰθύδικος\n ἰθύ-δῐκος, ον\n = ἰ_θῠδίκης, Anth.', 'key': 'i)qu/dikos'}