Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱερουργέω
ἱερουργία
ἱερουργός
ἱεροφαντέω
ἱεροφάντης
ἱεροφαντία
ἱεροφαντικός
ἱεροφάντις
ἱεροφύλαξ
ἱερόχθων
ἱερόω
ἱερωσύνη
ἰεῦ
ἱζάνω
ἵζω
ἰήϊος
ἵημι
Ἰηπαιήων
ἰηπαιωνίζω
ἰή
Ἰησοῦς
View word page
ἱερόω
ἱερόω ἱερός to hallow, consecrate, dedicate, Plat.:—perf. pass. inf. ἱερῶσθαι Thuc.
ShortDef
to hallow, consecrate, dedicate
Debugging
Headword:
ἱερόω
Headword (normalized):
ἱερόω
Headword (normalized/stripped):
ιεροω
IDX:
15743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15757
Key:
i(ero/w
Data
{'content': 'ἱερόω\n ἱερός\n to hallow, consecrate, dedicate, Plat.:—perf. pass. inf. ἱερῶσθαι Thuc.', 'key': 'i(ero/w'}