Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱερόσυλος
ἱερουργέω
ἱερουργία
ἱερουργός
ἱεροφαντέω
ἱεροφάντης
ἱεροφαντία
ἱεροφαντικός
ἱεροφάντις
ἱεροφύλαξ
ἱερόχθων
ἱερόω
ἱερωσύνη
ἰεῦ
ἱζάνω
ἵζω
ἰήϊος
ἵημι
Ἰηπαιήων
ἰηπαιωνίζω
ἰή
View word page
ἱερόχθων
ἱερόχθων of hallowed soil, Anth.
ShortDef
of hallowed soil
Debugging
Headword:
ἱερόχθων
Headword (normalized):
ἱερόχθων
Headword (normalized/stripped):
ιεροχθων
IDX:
15742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15756
Key:
i(ero/xqwn
Data
{'content': 'ἱερόχθων\n of hallowed soil, Anth.', 'key': 'i(ero/xqwn'}