Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱεροσυλία
ἱερόσυλος
ἱερουργέω
ἱερουργία
ἱερουργός
ἱεροφαντέω
ἱεροφάντης
ἱεροφαντία
ἱεροφαντικός
ἱεροφάντις
ἱεροφύλαξ
ἱερόχθων
ἱερόω
ἱερωσύνη
ἰεῦ
ἱζάνω
ἵζω
ἰήϊος
ἵημι
Ἰηπαιήων
ἰηπαιωνίζω
View word page
ἱεροφύλαξ
ἱεροφύλαξ a keeper of a temple, temple-warden, Lat. aedituus, Eur.

ShortDef

a keeper of a temple, temple-warden

Debugging

Headword:
ἱεροφύλαξ
Headword (normalized):
ἱεροφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
ιεροφυλαξ
IDX:
15741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15755
Key:
i(erofu/lac

Data

{'content': 'ἱεροφύλαξ\n a keeper of a temple, temple-warden, Lat. aedituus, Eur.', 'key': 'i(erofu/lac'}