Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱερός
ἱεροσυλέω
ἱεροσυλία
ἱερόσυλος
ἱερουργέω
ἱερουργία
ἱερουργός
ἱεροφαντέω
ἱεροφάντης
ἱεροφαντία
ἱεροφαντικός
ἱεροφάντις
ἱεροφύλαξ
ἱερόχθων
ἱερόω
ἱερωσύνη
ἰεῦ
ἱζάνω
ἵζω
ἰήϊος
ἵημι
View word page
ἱεροφαντικός
ἱεροφαντικός ἱεροφαντικός, ή, όν from ἱεροφάντης of a hierophant, Luc.; βίβλοι ἱερ. the libri pontificales, Plut. adv. -κῶς, Luc.

ShortDef

of a hierophant

Debugging

Headword:
ἱεροφαντικός
Headword (normalized):
ἱεροφαντικός
Headword (normalized/stripped):
ιεροφαντικος
IDX:
15739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15753
Key:
i(erofantiko/s

Data

{'content': 'ἱεροφαντικός\n ἱεροφαντικός, ή, όν\n from ἱεροφάντης\n of a hierophant, Luc.; βίβλοι ἱερ. the libri pontificales, Plut. adv. -κῶς, Luc.', 'key': 'i(erofantiko/s'}