Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱερομνήμων
ἱερονίκης
ἱεροποιέω
ἱεροποιός
ἱεροπρεπής
ἱεροργίη
ἱερός
ἱεροσυλέω
ἱεροσυλία
ἱερόσυλος
ἱερουργέω
ἱερουργία
ἱερουργός
ἱεροφαντέω
ἱεροφάντης
ἱεροφαντία
ἱεροφαντικός
ἱεροφάντις
ἱεροφύλαξ
ἱερόχθων
ἱερόω
View word page
ἱερουργέω
ἱερουργέω ἱερουργέω, fut. -ήσω from ἱερουργός to perform sacred rites: c. acc., ἱερ. τὸ εὐαγγέλιον to minister the gospel, NTest.; so in Mid., ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plut.

ShortDef

to perform sacred rites

Debugging

Headword:
ἱερουργέω
Headword (normalized):
ἱερουργέω
Headword (normalized/stripped):
ιερουργεω
IDX:
15733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15747
Key:
i(erourge/w

Data

{'content': 'ἱερουργέω\n ἱερουργέω,\n fut. -ήσω\n from ἱερουργός\n to perform sacred rites: c. acc., ἱερ. τὸ εὐαγγέλιον to minister the gospel, NTest.; so in Mid., ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plut.', 'key': 'i(erourge/w'}