Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱερομνημονέω
ἱερομνήμων
ἱερονίκης
ἱεροποιέω
ἱεροποιός
ἱεροπρεπής
ἱεροργίη
ἱερός
ἱεροσυλέω
ἱεροσυλία
ἱερόσυλος
ἱερουργέω
ἱερουργία
ἱερουργός
ἱεροφαντέω
ἱεροφάντης
ἱεροφαντία
ἱεροφαντικός
ἱεροφάντις
ἱεροφύλαξ
ἱερόχθων
View word page
ἱερόσυλος
ἱερόσυλος ἱερό-σῡλος, ὁ, συλάω a temple-robber, sacrilegious person, Lat. sacrilegus, Ar., Plat.
ShortDef
a temple-robber, sacrilegious person
Debugging
Headword:
ἱερόσυλος
Headword (normalized):
ἱερόσυλος
Headword (normalized/stripped):
ιεροσυλος
IDX:
15732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15746
Key:
i(ero/sulos
Data
{'content': 'ἱερόσυλος\n ἱερό-σῡλος, ὁ,\n συλάω\n a temple-robber, sacrilegious person, Lat. sacrilegus, Ar., Plat.', 'key': 'i(ero/sulos'}