Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱερομηνία
ἱερομήνια
ἱερομνημονέω
ἱερομνήμων
ἱερονίκης
ἱεροποιέω
ἱεροποιός
ἱεροπρεπής
ἱεροργίη
ἱερός
ἱεροσυλέω
ἱεροσυλία
ἱερόσυλος
ἱερουργέω
ἱερουργία
ἱερουργός
ἱεροφαντέω
ἱεροφάντης
ἱεροφαντία
ἱεροφαντικός
ἱεροφάντις
View word page
ἱεροσυλέω
ἱεροσυλέω ἱεροσῡλέω, fut. -ήσω to rob a temple, commit sacrilege, Ar., Plat.:—c. acc., ἱερ. τὰ ὅπλα to steal the sacred arms, Dem.
ShortDef
to rob a temple, commit sacrilege
Debugging
Headword:
ἱεροσυλέω
Headword (normalized):
ἱεροσυλέω
Headword (normalized/stripped):
ιεροσυλεω
IDX:
15730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15744
Key:
i(erosule/w
Data
{'content': 'ἱεροσυλέω\n ἱεροσῡλέω,\n fut. -ήσω\n to rob a temple, commit sacrilege, Ar., Plat.:—c. acc., ἱερ. τὰ ὅπλα to steal the sacred arms, Dem.', 'key': 'i(erosule/w'}