Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱερόθυτος
ἱεροκῆρυξ
ἱερολογία
ἱερομηνία
ἱερομήνια
ἱερομνημονέω
ἱερομνήμων
ἱερονίκης
ἱεροποιέω
ἱεροποιός
ἱεροπρεπής
ἱεροργίη
ἱερός
ἱεροσυλέω
ἱεροσυλία
ἱερόσυλος
ἱερουργέω
ἱερουργία
ἱερουργός
ἱεροφαντέω
ἱεροφάντης
View word page
ἱεροπρεπής
ἱεροπρεπής ἱερο-πρεπής, ές πρέπω beseeming a sacred place, person or matter, holy, reverend, Plat., Luc.; ἱεροπρεπέστατος Xen.
ShortDef
beseeming a sacred place, person
Debugging
Headword:
ἱεροπρεπής
Headword (normalized):
ἱεροπρεπής
Headword (normalized/stripped):
ιεροπρεπης
IDX:
15727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15741
Key:
i(eropreph/s
Data
{'content': 'ἱεροπρεπής\n ἱερο-πρεπής, ές\n πρέπω\n beseeming a sacred place, person or matter, holy, reverend, Plat., Luc.; ἱεροπρεπέστατος Xen.', 'key': 'i(eropreph/s'}