Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱερόγλωσσος
ἱερογραμματεύς
ἱερόθυτος
ἱεροκῆρυξ
ἱερολογία
ἱερομηνία
ἱερομήνια
ἱερομνημονέω
ἱερομνήμων
ἱερονίκης
ἱεροποιέω
ἱεροποιός
ἱεροπρεπής
ἱεροργίη
ἱερός
ἱεροσυλέω
ἱεροσυλία
ἱερόσυλος
ἱερουργέω
ἱερουργία
ἱερουργός
View word page
ἱεροποιέω
ἱεροποιέω ἱεροποιέω, fut. -ήσω to offer sacrifices, to sacrifice, Dem.
ShortDef
to offer sacrifices, to sacrifice
Debugging
Headword:
ἱεροποιέω
Headword (normalized):
ἱεροποιέω
Headword (normalized/stripped):
ιεροποιεω
IDX:
15725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15739
Key:
i(eropoie/w
Data
{'content': 'ἱεροποιέω\n ἱεροποιέω,\n fut. -ήσω\n to offer sacrifices, to sacrifice, Dem.', 'key': 'i(eropoie/w'}