Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱερεύω
ἱερή
ἱερογλυφικός
ἱερόγλωσσος
ἱερογραμματεύς
ἱερόθυτος
ἱεροκῆρυξ
ἱερολογία
ἱερομηνία
ἱερομήνια
ἱερομνημονέω
ἱερομνήμων
ἱερονίκης
ἱεροποιέω
ἱεροποιός
ἱεροπρεπής
ἱεροργίη
ἱερός
ἱεροσυλέω
ἱεροσυλία
ἱερόσυλος
View word page
ἱερομνημονέω
ἱερομνημονέω ἱερομνημονέω, to be ἱερομνήμων, Ar.

ShortDef

to be ἱερομνήμων

Debugging

Headword:
ἱερομνημονέω
Headword (normalized):
ἱερομνημονέω
Headword (normalized/stripped):
ιερομνημονεω
IDX:
15722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15736
Key:
i(eromnhmone/w

Data

{'content': 'ἱερομνημονέω\n ἱερομνημονέω,\n to be ἱερομνήμων, Ar.', 'key': 'i(eromnhmone/w'}