Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἱέρεια
ἱερεῖον
ἱερεύς
ἱερεύω
ἱερή
ἱερογλυφικός
ἱερόγλωσσος
ἱερογραμματεύς
ἱερόθυτος
ἱεροκῆρυξ
ἱερολογία
ἱερομηνία
ἱερομήνια
ἱερομνημονέω
ἱερομνήμων
ἱερονίκης
ἱεροποιέω
ἱεροποιός
ἱεροπρεπής
ἱεροργίη
ἱερός
View word page
ἱερολογία
ἱερολογία λόγος sacred or mystical language, Luc.

ShortDef

sacred

Debugging

Headword:
ἱερολογία
Headword (normalized):
ἱερολογία
Headword (normalized/stripped):
ιερολογια
IDX:
15719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15733
Key:
i(erologi/a

Data

{'content': 'ἱερολογία\n λόγος\n sacred or mystical language, Luc.', 'key': 'i(erologi/a'}