Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱερατεύω
ἱερατικός
ἱέρεια
ἱερεῖον
ἱερεύς
ἱερεύω
ἱερή
ἱερογλυφικός
ἱερόγλωσσος
ἱερογραμματεύς
ἱερόθυτος
ἱεροκῆρυξ
ἱερολογία
ἱερομηνία
ἱερομήνια
ἱερομνημονέω
ἱερομνήμων
ἱερονίκης
ἱεροποιέω
ἱεροποιός
ἱεροπρεπής
View word page
ἱερόθυτος
ἱερόθυτος ἱερό-θῠτος, ον θύω offered to a god, ἱερ. καπνός smoke from the sacrifices, Ar.
ShortDef
offered to a god
Debugging
Headword:
ἱερόθυτος
Headword (normalized):
ἱερόθυτος
Headword (normalized/stripped):
ιεροθυτος
IDX:
15717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15731
Key:
i(ero/qutos
Data
{'content': 'ἱερόθυτος\n ἱερό-θῠτος, ον\n θύω\n offered to a god, ἱερ. καπνός smoke from the sacrifices, Ar.', 'key': 'i(ero/qutos'}