Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἱερακίσκος
ἱέραξ
ἱεράομαι
ἱερατεία
ἱεράτευμα
ἱερατευματικός
ἱερατεύω
ἱερατικός
ἱέρεια
ἱερεῖον
ἱερεύς
ἱερεύω
ἱερή
ἱερογλυφικός
ἱερόγλωσσος
ἱερογραμματεύς
ἱερόθυτος
ἱεροκῆρυξ
ἱερολογία
ἱερομηνία
ἱερομήνια
View word page
ἱερεύς
ἱερεύς ἱερός a priest, sacrificer, Il., etc. metaph., ἱερεύς τις ἄτης a minister of woe, Aesch.; and, comically, λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ Ar.
ShortDef
a priest, sacrificer
Debugging
Headword:
ἱερεύς
Headword (normalized):
ἱερεύς
Headword (normalized/stripped):
ιερευς
IDX:
15711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15725
Key:
i(ereu/s
Data
{'content': 'ἱερεύς\n ἱερός\n a priest, sacrificer, Il., etc.\n metaph., ἱερεύς τις ἄτης a minister of woe, Aesch.; and, comically, λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ Ar.', 'key': 'i(ereu/s'}