Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἵδρυσις
ἱδρυτέος
ἱδρύω
ἱδρώς
ἰδυῖα
ἱερακίσκος
ἱέραξ
ἱεράομαι
ἱερατεία
ἱεράτευμα
ἱερατευματικός
ἱερατεύω
ἱερατικός
ἱέρεια
ἱερεῖον
ἱερεύς
ἱερεύω
ἱερή
ἱερογλυφικός
ἱερόγλωσσος
ἱερογραμματεύς
View word page
ἱερατευματικός
ἱερατευματικός ἱερᾱτευματικός, ή, όν priestly, Plut. from ἱερᾱτεύω

ShortDef

priestly

Debugging

Headword:
ἱερατευματικός
Headword (normalized):
ἱερατευματικός
Headword (normalized/stripped):
ιερατευματικος
IDX:
15706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15720
Key:
i(erateumatiko/s

Data

{'content': 'ἱερατευματικός\n ἱερᾱτευματικός, ή, όν\n priestly, Plut.\n from ἱερᾱτεύω', 'key': 'i(erateumatiko/s'}