Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἰδομενεύς
ἶδος
ἰδού
ἰδρεία
ἴδρις
ἱδρόω
ἵδρυμα
ἵδρυσις
ἱδρυτέος
ἱδρύω
ἱδρώς
ἰδυῖα
ἱερακίσκος
ἱέραξ
ἱεράομαι
ἱερατεία
ἱεράτευμα
ἱερατευματικός
ἱερατεύω
ἱερατικός
ἱέρεια
View word page
ἱδρώς
ἱδρώς ἱδρώς (ῐ), ῶτος, ἶδος sweat, Lat. sudor, Hom., Attic the exudation of trees, gum, σμύρνης Eur.

ShortDef

sweat

Debugging

Headword:
ἱδρώς
Headword (normalized):
ἱδρώς
Headword (normalized/stripped):
ιδρως
IDX:
15699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15713
Key:
i(drw/s

Data

{'content': 'ἱδρώς\n ἱδρώς (ῐ), ῶτος,\n ἶδος\n sweat, Lat. sudor, Hom., Attic\n the exudation of trees, gum, σμύρνης Eur.', 'key': 'i(drw/s'}