Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἰδιωτεία
ἰδιωτεύω
ἰδιώτης
ἰδιωτικός
ἰδμοσύνη
ἴδμων
ἰδνόομαι
Ἰδομενεύς
ἶδος
ἰδού
ἰδρεία
ἴδρις
ἱδρόω
ἵδρυμα
ἵδρυσις
ἱδρυτέος
ἱδρύω
ἱδρώς
ἰδυῖα
ἱερακίσκος
ἱέραξ
View word page
ἰδρεία
ἰδρεία skill, ἰδρείῃ πολέμοιο Il. from ἴδρις
ShortDef
skill
Debugging
Headword:
ἰδρεία
Headword (normalized):
ἰδρεία
Headword (normalized/stripped):
ιδρεια
IDX:
15692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15706
Key:
i)drei/a
Data
{'content': 'ἰδρεία\n skill, ἰδρείῃ πολέμοιο Il.\n from ἴδρις', 'key': 'i)drei/a'}