Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἴδιος
ἰδιόστολος
ἰδιότης
ἰδίω
ἰδίωσις
ἰδιωτεία
ἰδιωτεύω
ἰδιώτης
ἰδιωτικός
ἰδμοσύνη
ἴδμων
ἰδνόομαι
Ἰδομενεύς
ἶδος
ἰδού
ἰδρεία
ἴδρις
ἱδρόω
ἵδρυμα
ἵδρυσις
ἱδρυτέος
View word page
ἴδμων
ἴδμων ἴδμων, ονος, ἴδμεν II skilled, skilful, τινός in a thing, Anth.

ShortDef

skilled, skilful

Debugging

Headword:
ἴδμων
Headword (normalized):
ἴδμων
Headword (normalized/stripped):
ιδμων
IDX:
15687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15701
Key:
i)/dmwn

Data

{'content': 'ἴδμων\n ἴδμων, ονος,\n ἴδμεν II\n skilled, skilful, τινός in a thing, Anth.', 'key': 'i)/dmwn'}