Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰδιόομαι
ἴδιος
ἰδιόστολος
ἰδιότης
ἰδίω
ἰδίωσις
ἰδιωτεία
ἰδιωτεύω
ἰδιώτης
ἰδιωτικός
ἰδμοσύνη
ἴδμων
ἰδνόομαι
Ἰδομενεύς
ἶδος
ἰδού
ἰδρεία
ἴδρις
ἱδρόω
ἵδρυμα
ἵδρυσις
View word page
ἰδμοσύνη
ἰδμοσύνη ἰδμοσύνη, ἡ, knowledge, skill, Hes. from ἴδμων

ShortDef

knowledge, skill

Debugging

Headword:
ἰδμοσύνη
Headword (normalized):
ἰδμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
ιδμοσυνη
IDX:
15686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15700
Key:
i)dmosu/nh

Data

{'content': 'ἰδμοσύνη\n ἰδμοσύνη, ἡ,\n knowledge, skill, Hes.\n from ἴδμων', 'key': 'i)dmosu/nh'}