Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰδιόμορφος
ἰδιόομαι
ἴδιος
ἰδιόστολος
ἰδιότης
ἰδίω
ἰδίωσις
ἰδιωτεία
ἰδιωτεύω
ἰδιώτης
ἰδιωτικός
ἰδμοσύνη
ἴδμων
ἰδνόομαι
Ἰδομενεύς
ἶδος
ἰδού
ἰδρεία
ἴδρις
ἱδρόω
ἵδρυμα
View word page
ἰδιωτικός
ἰδιωτικός from ἰδιώτης ἰδιωτικός, ή, όν of or for a private person, private, Hdt., Attic not done by rules of art, unprofessional, unskilful, rude, Plat.:—adv., ἰδιωτικῶς τὸ σῶμα ἔχειν, i. e. to neglect gymnastic exercises, Xen.

ShortDef

of or for a private person, unskilled, unprofessional

Debugging

Headword:
ἰδιωτικός
Headword (normalized):
ἰδιωτικός
Headword (normalized/stripped):
ιδιωτικος
IDX:
15685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15699
Key:
i)diwtiko/s

Data

{'content': 'ἰδιωτικός\n from ἰδιώτης\n ἰδιωτικός, ή, όν\n of or for a private person, private, Hdt., Attic\n not done by rules of art, unprofessional, unskilful, rude, Plat.:—adv., ἰδιωτικῶς τὸ σῶμα ἔχειν, i. e. to neglect gymnastic exercises, Xen.', 'key': 'i)diwtiko/s'}