Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἰδέ
ἰδέ
Ἴδη
ἴδη
ἰδιοβουλέω
ἰδιογνώμων
ἰδιόμορφος
ἰδιόομαι
ἴδιος
ἰδιόστολος
ἰδιότης
ἰδίω
ἰδίωσις
ἰδιωτεία
ἰδιωτεύω
ἰδιώτης
ἰδιωτικός
ἰδμοσύνη
ἴδμων
ἰδνόομαι
Ἰδομενεύς
View word page
ἰδιότης
ἰδιότης ἰδιότης, ητος, ἴδιος peculiar nature, property, Xen.

ShortDef

peculiar nature, property

Debugging

Headword:
ἰδιότης
Headword (normalized):
ἰδιότης
Headword (normalized/stripped):
ιδιοτης
IDX:
15679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15693
Key:
i)dio/ths

Data

{'content': 'ἰδιότης\n ἰδιότης, ητος,\n ἴδιος\n peculiar nature, property, Xen.', 'key': 'i)dio/ths'}