Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἰᾶπυξ
ἰάσιμος
ἴασις
Ἰάς
ἴασπις
Ἰαστί
Ἰασώ
ἰατήρ
ἰατορία
ἰατός
ἰατρεία
ἰατρεῖον
ἰάτρευμα
ἰάτρευσις
ἰατρεύω
ἰατρικός
ἰατρόμαντις
ἰατρός
ἰατροτέχνης
ἰατταταῖ
ἰαυοῖ
View word page
ἰατρεία
ἰατρεία ἰᾱτρεία, ἡ, ἰατρεύω medical treatment: metaph. a curing, correcting, Arist.

ShortDef

medical treatment

Debugging

Headword:
ἰατρεία
Headword (normalized):
ἰατρεία
Headword (normalized/stripped):
ιατρεια
IDX:
15643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15657
Key:
i)atrei/a

Data

{'content': 'ἰατρεία\n ἰᾱτρεία, ἡ,\n ἰατρεύω\n medical treatment: metaph. a curing, correcting, Arist.', 'key': 'i)atrei/a'}