Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἴακχος
ἰαλεμίστρια
ἰάλεμος
ἰάλλω
ἰαλτός
ἴαμα
ἰαμβεῖος
ἰαμβειοφάγος
ἰαμβιάζω
ἰαμβίζω
ἰαμβικός
ἰαμβοποιέω
ἰαμβοποιός
ἴαμβος
Ἰάν
ἰάομαι
Ἰαοναῦ
Ἰάονες
Ἰαόνιος
ἰά
ἰάπτω
View word page
ἰαμβικός
ἰαμβικός ἰαμβικός, ή, όν iambic, Arist.
ShortDef
iambic
Debugging
Headword:
ἰαμβικός
Headword (normalized):
ἰαμβικός
Headword (normalized/stripped):
ιαμβικος
IDX:
15619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15633
Key:
i)ambiko/s
Data
{'content': 'ἰαμβικός\n ἰαμβικός, ή, όν\n iambic, Arist.', 'key': 'i)ambiko/s'}