Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλλότριος
ἀλλοτριότης
ἀλλοτριόχρως
ἀλλοτριόω
ἀλλοτρίωσις
ἄλλου
ἄλλοφος
ἀλλοφρονέω
ἀλλόφυλος
ἀλλόχροος
ἀλλόχρως
ἄλλυδις
ἄλλως
ἅλμα
ἅλμη
ἁλμυρός
ἀλοάω
ἄλοβος
ἀλογέω
ἀλογία
ἀλογιστία
View word page
ἀλλόχρως
ἀλλόχρως cf. ἀλλόχροος ἄλλος, χρόα looking strange or foreign, Eur.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλλόχρως
Headword (normalized):
ἀλλόχρως
Headword (normalized/stripped):
αλλοχρως
IDX:
1563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1563
Key:
a)llo/xrws

Data

{'content': 'ἀλλόχρως\n cf. ἀλλόχροος\n ἄλλος, χρόα\n looking strange or foreign, Eur.', 'key': 'a)llo/xrws'}