Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἰακχάζω
Ἰακχεῖον
ἰακχέω
ἰάκχιος
Ἴακχος
ἰαλεμίστρια
ἰάλεμος
ἰάλλω
ἰαλτός
ἴαμα
ἰαμβεῖος
ἰαμβειοφάγος
ἰαμβιάζω
ἰαμβίζω
ἰαμβικός
ἰαμβοποιέω
ἰαμβοποιός
ἴαμβος
Ἰάν
ἰάομαι
Ἰαοναῦ
View word page
ἰαμβεῖος
ἰαμβεῖος ἰαμβεῖος, ον ἴαμβος iambic, μέτρον Arist. as Subst., ἰαμβεῖον, ου, τό, an iambic verse, Ar., Plat. iambic metre, Arist.

ShortDef

iambic

Debugging

Headword:
ἰαμβεῖος
Headword (normalized):
ἰαμβεῖος
Headword (normalized/stripped):
ιαμβειος
IDX:
15615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15629
Key:
i)ambei=os

Data

{'content': 'ἰαμβεῖος\n ἰαμβεῖος, ον\n ἴαμβος\n iambic, μέτρον Arist.\n as Subst., ἰαμβεῖον, ου, τό, an iambic verse, Ar., Plat.\n iambic metre, Arist.', 'key': 'i)ambei=os'}