Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θωϋκτήρ
θωΰσσω
θώψ
ἰαιβοῖ
ἰαίνω
Ἰακχάζω
Ἰακχεῖον
ἰακχέω
ἰάκχιος
Ἴακχος
ἰαλεμίστρια
ἰάλεμος
ἰάλλω
ἰαλτός
ἴαμα
ἰαμβεῖος
ἰαμβειοφάγος
ἰαμβιάζω
ἰαμβίζω
ἰαμβικός
ἰαμβοποιέω
View word page
ἰαλεμίστρια
ἰαλεμίστρια a wailing woman, Aesch.

ShortDef

a wailing woman

Debugging

Headword:
ἰαλεμίστρια
Headword (normalized):
ἰαλεμίστρια
Headword (normalized/stripped):
ιαλεμιστρια
IDX:
15610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15624
Key:
i)alemi/stria

Data

{'content': 'ἰαλεμίστρια\n a wailing woman, Aesch.', 'key': 'i)alemi/stria'}