Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπεύω
θώπτω
θώ
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θώραξ
θωρηκτής
θωρήσσω
θώς
θωϋκτήρ
θωΰσσω
θώψ
ἰαιβοῖ
ἰαίνω
Ἰακχάζω
View word page
θωρακοφόρος
θωρακοφόρος φέρω wearing a breastplate, a cuirassier, Hdt., Xen.

ShortDef

wearing a breastplate, a cuirassier

Debugging

Headword:
θωρακοφόρος
Headword (normalized):
θωρακοφόρος
Headword (normalized/stripped):
θωρακοφορος
IDX:
15595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15609
Key:
qwrakofo/ros

Data

{'content': 'θωρακοφόρος\n φέρω\n wearing a breastplate, a cuirassier, Hdt., Xen.', 'key': 'qwrakofo/ros'}