Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θωμός
θωπεία
θώπευμα
θωπευμάτια
θωπεύω
θώπτω
θώ
θωρακεῖον
θωρακίζω
θωρακοποιός
θωρακοπώλης
θωρακοφόρος
θώραξ
θωρηκτής
θωρήσσω
θώς
θωϋκτήρ
θωΰσσω
θώψ
ἰαιβοῖ
ἰαίνω
View word page
θωρακοπώλης
θωρακοπώλης θωρᾱκο-πώλης, ου, πωλέω a dealer in breastplates, Ar.
ShortDef
a dealer in breastplates
Debugging
Headword:
θωρακοπώλης
Headword (normalized):
θωρακοπώλης
Headword (normalized/stripped):
θωρακοπωλης
IDX:
15594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15608
Key:
qwrakopw/lhs
Data
{'content': 'θωρακοπώλης\n θωρᾱκο-πώλης, ου,\n πωλέω\n a dealer in breastplates, Ar.', 'key': 'qwrakopw/lhs'}